τρισυπόστατος

τρισυπόστατος
-η, -ο
1. αυτός που έχει τρεις υποστάσεις, που υπάρχει με τρεις μορφές: Ο Θεός είναι τρισυπόστατος.
2. τριμελής, τριμερής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρισυπόστατος — η, ο / τρισυπόστατος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρεις υποστάσεις («τρισυπόστατος θεότης», Μεθόδ.) νεοελλ. αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριμερής, τριμελής νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το τρισυπόστατο(ν) η ιδιότητα τής Αγίας Τριάδος να είναι… …   Dictionary of Greek

  • триипостасный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (τρισυπόστατος) имеющий три лица …   Словарь церковнославянского языка

  • σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”